- τροχῶ
- τροχάζωrun quicklyfut ind act 1st sg (attic epic ionic)τροχόςwheelmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχῷ — τροχάζω run quickly fut opt act 3rd sg τροχός wheel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχώ — τροχός wheel masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχω — τροχός wheel masc nom/voc/acc dual τροχός wheel masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχῳ — τροχός wheel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχῶι — τροχῷ , τροχάζω run quickly fut opt act 3rd sg τροχῷ , τροχός wheel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαματροχεί — θαματροχεῖ (Α) βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, δεν ησυχάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά «συχνά», «πυκνά» + τροχώ (< τροχός), πρβλ. αμα τροχώ] … Dictionary of Greek
ομοτροχώ — ὁμοτροχῶ, άω (Α) (ποιητ. τ.) τρέχω μαζί με κάποιον, συντρέχω («θοῡρος Ἑρμῇ ὁμοτροχάων», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τροχῶ, άω «τρέχω» (πρβλ. υπο τροχώ)] … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… … Dictionary of Greek
συντροχώ — άω, Α συντροχάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τροχῶ, άω, άλλος τ. τού τροχάζω] … Dictionary of Greek